- κουπώνω
- κούπωσα, κουπώθηκα, κουπωμένος, καλύπτω, σκεπάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουπώνω — σκεπάζω, καλύπτω κάτι με καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπῶ, όω «ανατρέπω»] … Dictionary of Greek
κούπωμα — το [κουπώνω] 1. η ενέργεια τού κουπώνω 2. σκέπασμα, καπάκι, επικάλυμμα για ένα αγγείο, ένα μαγειρικό σκεύος, ένα πιθάρι, μια δεξαμενή … Dictionary of Greek
χουπώνω — Ν σκεπάζω, καλύπτω κάτι με καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη προφ. τού κουπώνω βλ. λ.] … Dictionary of Greek